- κρύφιε
- κρύφιοςhiddenmasc voc sgκρύφιοςhiddenmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek
κρύφι' — κρύφια , κρύφιος hidden neut nom/voc/acc pl κρύφια , κρύφιος hidden neut nom/voc/acc pl κρύφιε , κρύφιος hidden masc voc sg κρύφιε , κρύφιος hidden masc/fem voc sg κρύφιαι , κρύφιος hidden fem nom/voc pl κρύφιο , κρύφω pres imperat mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)